θεατράνθρωπος

θεατράνθρωπος
ο
ο άνθρωπος τού θεάτρου, ο αφιερωμένος στο θέατρο, αυτός που ζει για το θέατρο και από το θέατρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + -άνθρωπος (< άνθρωπος), πρβλ. βατραχ-άνθρωπος, λυκ-άνθρωπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αθανασιάδης, Τάσος — (Σαλιχλί Μικράς Ασίας 1913 – 1994). Λογοτέχνης. Επιδόθηκε κυρίως στη συγγραφή μυθιστορημάτων και διηγημάτων και βραβεύτηκε επανειλημμένα για το έργο του (κρατικά βραβεία λογοτεχνίας και βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών). Ακόμα, υπήρξε αξιόλογος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”